- παρῳδοῖς
- παρῳδέωwrite by way of parodypres opt act 2nd sg (attic epic doric)παρῳδόςburlesquemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωδός — όν, Α 1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες τού άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός α) ο ποιητής παρωδιών β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek